κερνοφόρος

κερνοφόρος
κερνο-φόρος, , ,
A priest or priestess who bears it, Nic.Al.217; κ. κόρη Ps.-Plu.Fluv.13.3; κ. ὄρχημα, ὄρχησις, Poll.4.103, Ath.14.629d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κερνοφόρος — κερνοφόρος, ὁ, ἡ (Α) 1. ιερέας ή ιέρεια που μετέφερε το κέρνος* 2. (κατά τον Πολύδ.) «κερνοφόρος ὄρχημα, ὄρχησις» κατά τις τελετές τών Κορυβάντων («μανιώδεις δ εἰσὶν ὀρχήσεις, κερνοφόρος καὶ μόγγας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος «τελετουργικό… …   Dictionary of Greek

  • κερνοφόρος — priest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερνοφόρον — κερνοφόρος priest masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερνοφόρου — κερνοφόρος priest masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρνος — Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Είναι γνωστό από τους προϊστορικούς χρόνους, όμως απέκτησε τυποποιημένη μορφή σε μεταγενέστερες εποχές. Στο πάνω μέρος του υπήρχαν μία ή δύο σειρές μικρών αγγείων που ονομάζονταν κοτυλίσκοι. Το αγγείο αυτό… …   Dictionary of Greek

  • CERNAS — Graece Κέρνας, Sacerdos Matris Deûm, in Epigrammate Alcmanis, apud Plut. l. περὶ φυγῆς, Σάρδιες ἀρχαῖαι, πατέρων ῃόμος, εἰ μὲν εν ὑμῖν Ε᾿τρεφόμαν, Κερνας ἠ̈ν τις ἄν ἢ βακέλας κτλ. Quais dicat, bene secum actum, quod Sardibus in patria Lydia non… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κερνοφορώ — κερνοφορῶ, έω (Α) [κερνοφόρος] κρατώ το κέρνος*, μεταφέρω το κέρνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”